ζωικόν

ζωικόν
ζωικός
of
masc acc sg
ζωικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζωικός — (I) ή, ό (AM ζωικός, ή, όν) [ζώον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο») νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα 2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων β) «ζωική κόλλα»… …   Dictionary of Greek

  • Ζαβιτσάνος, Γεώργιος — I (1838 – 1893). Χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Αρχικά έγινε υφηγητής (1863) και αργότερα καθηγητής (1875) της φαρμακευτικής χημείας και συνταγολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”